θρέμμα

θρέμμα
θρέμμ-α, ατος, τό, ([etym.] τρέφω)
A nursling, creature, θ. Νηρεΐδων, of dolphins, Arion 1.9; mostly of tame animals, esp. sheep and goats, X. Ages.9.6, Oec.20.23, Plb.2.26.5, Ev.Jo.4.12, etc.; τὰ ἐν ταῖς ἀγέλαις θ. Pl.Plt.261d; τὰ ἀγελαῖα θ. ib.264a; ὑηνὰ θ. Id.Lg.819d; of game-cocks and quails, ὀρνίθων θ. ib.789b: generally, animals, τοῖς ἡμέροις καὶ ἀγρίοις . . θ. Id.Criti.118b, al.
2 of men, S.OT1143, Ph.243; Χαρίτων θ. Ar.Ec.973;

δύσκολον τὸ θ. ἄνθρωπος Pl.Lg.777b

, cf. Tht.174b; esp. of domestic slaves,= Lat. verna, τὸ Χρυσίππου θ. GDI12321.14 (Delph.), cf. CIG3113 ([place name] Teos).
3 generally, creature, ἄπλατον θ. κἀπροσήγορον, of a lion, S.Tr.1093 (cf. Pl.Chrm.155e); of Cerberus, S.Tr.1099; κακὰ θ., of a swarm of gnats, AP5.150 (Mel.); θ. Σελινοῦντος, of a fish, Archestr.Fr.12; Καρύστου θ., comic for a cup made at Carystus, Antiph.182.3; as a term of reproach,

θρέμματ' οὐκ ἀνασχετά A.Th.182

;

ὦ θρέμμ' ἀναιδές S.El.622

, cf. Ar.Lys.369; in periphr., ὕδρας θ., for ὕδρα, S.Tr.574;

νεογενῆ παίδων θρέμματα Pl. Lg.790d

; θρέμματα παλλακῶν kept mistresses, Plu.Sol.7. (Written

θέρματα BGU478.15

(ii A.D.)).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θρέμμα — nursling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμμα — το (ΑΜ θρέμμα) [τρέφω] 1. ό,τι έθρεψε ή ό,τι τρέφει κάποιος, το ανάθρεμμα, το βρέφος ή το παιδί 2. (και στον πληθ.) τα θρέμματα τα ζώα που τρέφονται από τον άνθρωπο, τα βοσκήματα νεοελλ. μσν. φρ. «γέννημα και θρέμμα» αυτόχθονος κάτοικος μσν.… …   Dictionary of Greek

  • θρέμμα — το, ατος 1. ό,τι τρέφει ή έθρεψε κάποιος. 2. φρ., «Eίμαι γέννημα θρέμμα Αθηναίος», γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. 3. στον πληθ., θρέμματα ζώα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρέμμ' — θρέμμα , θρέμμα nursling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεμμάτεσσι — θρέμμα nursling neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεμμάτων — θρέμμα nursling neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμμασι — θρέμμα nursling neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμμασιν — θρέμμα nursling neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμματα — θρέμμα nursling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμματι — θρέμμα nursling neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμματος — θρέμμα nursling neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”